παλαιοβιολογία

παλαιοβιολογία
Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την αρχή, εξέλιξη και συντήρηση της ζωής των προϊστορικών οργανισμών, που έζησαν στη Γη, στο γεωλογικό παρελθόν της. Πολλοί θεωρούν την π. κλάδο της παλαιοντολογίας.
* * *
η
κλάδος τής βιολογίας που μελετά τη ζωή τών διαφόρων οργανικών μορφών οι οποίες έζησαν στην επιφάνεια τής Γης σε παρωχημένες γεωλογικές περιόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paleobiology (< παλαιο-* + βιολογία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοβιολογικός — ή, ό [παλαιοβιολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοβιολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”